ἄνω

ἄνω
ἄνω adv. of place (the usual adv. form of ἀνά; Hom.+).
at a position above another position, above (opp. κάτω as Aristot. p. 6a, 13; Aeneas Tact. 1674; Philo, Conf. Ling. 139, Deus Imm. 175 al.; Jos., C. Ap. 1, 77; Tat.; Ath. 22, 6; Mel., P. 44, 314f) ἐν τ. οὐρανῷ ἄ. in the heaven above Ac 2:19 (Jo 3:3 v.l.; cp. Ex 20:4; Dt 4:39; 5:8 al.; Herm. Wr., Fgm. XXIV 1 [in Stobaeus I 407, 23 W.=Sc. 494, 28]), where ἄ. is seemingly pleonastic. The pious person ἄνω μετὰ τῶν πατέρων ἀναβιώσας εὐφρανθήσεται on high the pious will live in (eternal) joy with the ancestors 2 Cl 19:4. ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἔστη ἄ. the hand (of the shepherd, who intended to strike) was arrested mid-air GJs18:3 (not pap). ἕως ἄ. (2 Ch 26:8) γεμίζειν fill to the brim J 2:7.—As adj. (Diod S 4, 55, 7 οἱ ἄνω τόποι; Appian, Syr. 12 §47 ἡ Ἀσία ἡ ἄνω; Arrian, Ind. 5, 13; UPZ 162 V, 28 [117 B.C.]; Jos. Ant. 12, 135 οἱ ἄνω τόποι, 147; 13, 223 ἡ ἄ. Συρία, Vi. 67; Mel., P. 44, 314f) ἡ ἄ. Ἰερουσαλήμ (opp. ἡ νῦν Ἰ.) the Jerus. above, the heavenly (or future) Jerus. Gal 4:26 (Mel., P. 45, 316; ParJer 5:35 πόλις; s. Ἱεροσόλυμα 3 and cp. Jos., Bell. 5, 400 ὁ ἄ. δικαστής; TestAbr A 7 p. 84, 16 [Stone p. 16] ὁ ἄ. βασιλεύς, both of God).—As subst. τὰ ἄ. what is above=heaven (cp. Herm. Wr. 4, 11 τὴν πρὸς τὰ ἄνω ὁδόν; Theoph. Ant. 2, 17 [p. 142, 18] τὰ ἄνω φρονοῦντες) ἐγὼ ἐκ τῶν ἄ. εἰμί I am from the world above J 8:23. τὰ ἄ. ζητεῖν seek what is above (heavenly) Col 3:1. τὰ ἄ. φρονεῖν vs. 2.
extension toward a goal which is up, upward(s), up (Alex. Aphr., Fat. 27, II 2 p. 198, 28 ἄνω φέρεσθαι=raise oneself upward; POxy 744, 8 [I B.C.]; I Esdr 9:47; En 14:8; Philo, Spec. Leg. 1, 207 ἀπὸ γῆς ἄνω πρὸς οὐρανόν) ἄ. ὁρᾶν look upward Dg 10:2 (in prayer as ἄνω βλέπω in Moschus, Fgm. 4 p. 139 v. Wilam. [1906]; cp. Herm. Wr. Fgm. IV 1 [406, 19 Sc.] ἄ. βλέπειν; Celsus 3, 62). Also ἦρεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, where ἄ. is superfluous J 11:41. πάντων ἦν τὰ πρόσωπα ἄ. βλέποντα all looked up GJs 18:2 (not pap). ῥίζα ἄ. φύουσα a root growing up Hb 12:15 (Dt 29:17). ἡ ἄνω κλῆσις the upward call Phil 3:14 (cp. GrBar 4:15 ἐν αὐτῷ μέλλουσιν τ. ἀνάκλησιν [ἄνω κλῆσιν James, p. 87, 33] προσλαβεῖν, καὶ τ. εἰς παράδεισον εἴσοδον).—DELG s.v. ἀνά. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • .άνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ανῶ. — ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἄνω — ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 202 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βόρειες απολήξεις του Μιτσικελίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η μονή Ευαγγελίστριας στα Άνω Πεδινά της Δωδώνης. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας …   Dictionary of Greek

  • άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κουρούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 143 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών. Ο οικισμός Άνω Κουρούνι της Εύβοιας …   Dictionary of Greek

  • Άνω Λιόσια — Πόλη (υψόμ. 160 μ., 26.423 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος Άνω Λιοσίων, παρά τα διάφορα προβλήματα, βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”